ἐξέταζε

ἐξέταζε
ἐξετάζω
examine well
pres imperat act 2nd sg
ἐξετάζω
examine well
pres imperat act 2nd sg
ἐξετάζω
examine well
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἐξετάζω
examine well
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • 'ξέταζε — ἐξέταζε , ἐξετάζω examine well pres imperat act 2nd sg ἐξέταζε , ἐξετάζω examine well pres imperat act 2nd sg ἐξέταζε , ἐξετάζω examine well imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐξέταζε , ἐξετάζω examine well imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέταζ' — ἐξέταζε , ἐξετάζω examine well pres imperat act 2nd sg ἐξέταζε , ἐξετάζω examine well pres imperat act 2nd sg ἐξέταζε , ἐξετάζω examine well imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐξέταζε , ἐξετάζω examine well imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωμοσκόπος — ο (Α μωμοσκόπος, ον) (γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, φιλόψογος, φιλοκατήγορος αρχ. αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για θυσία ζώα για να δει αν έχουν κανένα ελάττωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + σκόπος*] …   Dictionary of Greek

  • Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …   Dictionary of Greek

  • Αμίτσι, Εντμόντο ντε- — (Edmondo de Amicis, 1846 – 1908). Ιταλός λογοτέχνης. Συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Κούνεο και στο Τορίνο και αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή της Μοντένα το 1865 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Πολέμησε στη μάχη της Κουστόρα το 1867 …   Dictionary of Greek

  • αντίδοση — Στην αρχαία Αθήνα αποτελούσε την ανταλλαγή της περιουσίας ενός ορισμένου από την πόλη δημόσιου λειτουργού, σε αξίωμα στην τριηραρχία, τη χορηγία, την εστίαση ή τη γυμνασιαρχία, με την περιουσία ενός πλουσιότερου από αυτόν Αθηναίου, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Έκαρτ, Γιοχάνες — (Johannes Eckhart, Χοχάιμ, Θουριγκία 1260 – Κολονία 1327). Γερμανός θεολόγος και δομινικανός μοναχός, ο επιλεγόμενος Μάιστερ (διδάσκαλος). Σπούδασε στο Παρίσι και στην Κολονία σε ένα περιβάλλον που είχε επηρεαστεί από τις θεωρίες του Θωμά Ακινάτη …   Dictionary of Greek

  • Κατς, Νταβίντ — (DavidKatz, Κάσελ 1884 – Στοκχόλμη 1953). Γερμανός ψυχολόγος. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και εργάστηκε έως το 1919 στο ινστιτούτο ψυχολογίας του τοπικού πανεπιστημίου. Αργότερα προσκλήθηκε στο πανεπιστήμιο του Ροστόκ, όπου παρέμεινε μέχρι την άνοδο… …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”